- Ἄντυλλος
- Ἄντυλλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άντυλλος — (2ος αι. μ.Χ.). Γιατρός. Επιδόθηκε ιδιαίτερα στη χειρουργική, ασχολήθηκε όμως και με την υγιεινή καθώς και τη θεραπευτική. Έζησε πριν από τον Γαληνό και ανήκε στην Πνευματική σχολή. Ο Ά. είναι γνωστός από δύο έργα του, από τα οποία διασώθηκαν… … Dictionary of Greek
Ἀντύλλου — Ἄντυλλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντύλλῳ — Ἄντυλλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄντυλλον — Ἄντυλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek
αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… … Dictionary of Greek
διαυγώ — διαυγῶ ( έω) (Α) 1. υποφώσκω, διαυγάζω 2. (για όγκο) είμαι φανερός («ὁ ὄγκος ἦττον διαυγήσει», Άντυλλος στον Ορειβάσιο) … Dictionary of Greek
οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… … Dictionary of Greek